Oικονομική, χρηματοπιστωτική κρίση και παγκοσμιοποίηση
Πώς η παγκοσμιοποίηση σχετίζεται με τον
επαναπροσδιορισμό του εθνικού στις μέρες μας
Εισαγωγή
Αρκετοί στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, με την κατάρρευση
της Lehman Brothers το 2008, θέλησαν να συγκρίνουν τη σημερινή κατάσταση με
τα γεγονότα του μεγάλου κραχ του ’29
στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθώς τα χρόνια προχωρούν η ύφεση βαθαίνει όχι μόνο
στην Αμερική, αλλά φαίνεται να εξαπλώνεται σε ολοένα και περισσότερες χώρες – με
πιο πρόσφατο θύμα την Κύπρο – κυρίως λόγω του συνδετικού ιστού των οικονομιών
σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Η εργασία αυτή σκοπό έχει να προβάλει τους λόγους που
οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ παραθέτει ένα ιστορικό της πορείας από
το κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο, που είχε υιοθετηθεί στο δυτικό κόσμο μετά το κραχ
του ’29 και τον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Μίλτον
Φρίντμαν και της σχολής του Σικάγου. Επίσης, σκοπό έχει να αναλύσει το ρόλο που
διαδραμάτισε η παγκοσμιοποίηση: α) ως
ένας από τους παράγοντες που προκάλεσαν την κρίση, αλλά και β) ως κομιστής του “μικροβίου”
και εκτός του αμερικανικού εδάφους. Τέλος, στην εργασία αυτή, εξετάζεται ο
ρόλος του έθνους-κράτους μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον των πολυεθνικών
και της αγοράς. Εξετάζεται ο βαθμός, στον οποίο έχει περιοριστεί ο κοινωνικός
του ρόλος και η ανασφάλεια που προκαλεί η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας
στους λαούς που πλήττονται περισσότερο.
Η διάσκεψη
του Bretton Woods
Το 1944, ο πρόεδρος Ρούσβελτ καλεί τους συμμάχους στο Bretton Woods για να δουν πώς θα μπορέσουν να ανοικοδομήσουν τον κόσμο
σε πιο στέρεες βάσεις από εκείνες που προηγήθηκαν των δύο Παγκοσμίων Πολέμων
και ειδικότερα της οικονομικής κρίσης του 1929 στις ΗΠΑ. Εκεί, ιδρύεται η
Παγκόσμια Τράπεζα (για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη) και το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο[1].
Κύριο λόγο στις αποφάσεις της τράπεζας θα είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως η
χώρα με τις λιγότερες απώλειες σε υποδομή και ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και ως η
στρατιωτική υπερδύναμη, αποκλειστική κάτοχος πυρηνικών όπλων και προστάτης του
δυτικού κόσμου από το νέο αντίπαλο δέος, τη Σοβιετική Ένωση. Το γεγονός αυτό
ενόχλησε τον Άγγλο οικονομολόγο Τζον Μέιναρτ Κέινς[2]
που ήταν παρών στη διάσκεψη, και ο οποίος επιθυμούσε την ανεξαρτησία των εν
λόγω οργάνων.[3]
Ο Κέινς υποστήριζε «…την παρέμβαση του κράτους στην
οικονομία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παρενέργειες της ελεύθερης δράσης
των δυνάμεων της αγοράς και οι διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου (ύφεση-άνοδος).»[4] Οι
αποφάσεις στο Bretton Woods διαμορφώθηκαν στο ίδιο κλίμα. «Το
χρηματοπιστωτικό σύστημα που θεμελιώθηκε στις αποφάσεις του Bretton Woods επέβαλλε αυστηρούς ελέγχους και ρυθμίσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά και στις
διεθνείς κινήσεις (ροές) του κεφαλαίου.»[5] Το
σύστημα αυτό ίσχυσε για τριάντα χρόνια περίπου, μέσα στα οποία με ενέσεις
δολαρίων προς την Ευρώπη όπως το σχέδιο Μάρσαλ, η πολύπαθη γηραιά ήπειρος
κατάφερε να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί (κυρίως η Γερμανία) και να αρχίσει να
ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ.
Τον Αύγουστο του 1971 και μετά από μια δεκαετία συνεχούς
προσπάθειας σταθεροποίησης του δολαρίου, οι ΗΠΑ δια στόματος Ρίτσαρντ Νίξον,
μονομερώς καταργεί τις συμφωνίες του Bretton Woods.[6]
Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συστήματος σταθερών
συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods και την άρση των περιορισμών στη διακίνηση των
κεφαλαίων.[7]
Έτσι άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Από τη στιγμή που οι αξίες των συναλλαγμάτων
δεν ήταν σταθερές, το χρήμα μετατράπηκε σε προϊόν προς πώληση για τους
κερδοσκόπους ανά τον κόσμο. Επιπρόσθετα, η ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων
δημιούργησε μια αχανή παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική αγορά, όπου τα
επιμέρους εθνικά κέντρα της λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, στα οποία
ρέουν όλων των ειδών τα παράγωγα και “τοξικά”[8] που
μπορεί να “δηλητηριάσουν” την οικονομία μιας χώρας. «Το γεγονός ότι μια
χρηματοπιστωτική κρίση σε μια εθνική οικονομία μπορεί να μεταδοθεί ταχύτατα και
σε άλλες, σαν ένα είδος χρηματοπιστωτικής φωτιάς, […] καθιστά το σύγχρονο
διεθνές οικονομικό σύστημα εγγενώς ασταθές και έχει χαρακτηριστεί ως
συστημικός κίνδυνος του συστήματος.»[9]
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του Μίλτον Φρίντμαν[10] βρήκε
πολύ δυνατούς υποστηριχτές όπως τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, την Μάργκαρετ Θάτσερ και
τον Μπιλ Κλίντον ο οποίος με νομοσχέδιο το 2000 απαγόρευσε κάθε ρύθμιση των
παραγώγων.[11]
Οι αγορές αφέθηκαν ελεύθερες σε ένα ξέφρενο αγώνα κερδοσκοπίας, όπου ακόμα και
τα επισφαλή δάνεια και υποθήκες των Αμερικανών θεωρήθηκαν κερδοφόρες
επενδύσεις. Όταν οι αφερέγγυοι δανειολήπτες αδυνατούσαν να πληρώσουν τις δόσεις
τους και δεν μπορούσαν να βρεθούν άλλοι ενδιαφερόμενοι για τα ακίνητα, η φούσκα
έσκασε. Οι επενδυτές έχασαν τα λεφτά
τους και κάποιες τράπεζες χρεοκόπησαν,
ενώ για κάποιες άλλες κλήθηκε το αμερικανικό κράτος να τις αγοράσει. Το ίδιο
σκηνικό επαναλήφθηκε και στην Ευρώπη. Οι φορολογούμενοι σε Ιρλανδία, Ισπανία,
Ηνωμένο Βασίλειο κοκ στήριξαν – θέλοντας και μη – τις παραλίγο χρεοκοπημένες-κρατικοποιημένες
τράπεζες που είχαν εκτεθεί σε τοξικά ομόλογα ή άλλα παράγωγα. Στην Κύπρο, το σενάριο έγινε ακόμα πιο ακραίο,
επιβάλλοντας στους καταθέτες να ανακεφαλαιώσουν τις δύο τράπεζες-μαμούθ του
νησιού.
Η Παγκοσμιοποίηση
σε ένα νεοφιλελεύθερο κόσμο και ο ρόλος του έθνους-κράτους
Figure 1Το σλόγκαν από παλιά αφίσα του ΟΟΣΑ ακούγεται
ιδιαίτερα απειλητικό με τα νέα δεδομένα
|
Με την ίδια ταχύτητα και ένταση ταξίδεψαν και οι ιδέες
του νεοφιλελευθερισμού σε όλα τα μήκη και πλάτη της Υφηλίου. Στην πραγματικότητα
δοκιμάστηκαν πρώτα στα περιφερειακά κέντρα του καπιταλισμού, όπως τη Χιλή και
τη Βολιβία στη Λατινική Αμερική, πριν φτάσουν στον πυρήνα.[13]
Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, η απελευθέρωση του κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα και
την ελευθερία μεταφοράς των εργασιών των επιχειρήσεων του βιομηχανικού κόσμου,
στο πιο ‘φιλικό’ περιβάλλον της Νοτιοανατολικής Ασίας όπου το φτηνό εργατικό
προσωπικό είναι λιγότερο απαιτητικό σε εργασιακά δικαιώματα[14]. «Παρατηρώντας
τη συστηματική μείωση των θέσεων ανειδίκευτης εργασίας […] στις οικονομίες του
ΟΟΣΑ, προβάλλεται η ανησυχία ότι η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί ανεργία στις
βιομηχανικές χώρες ενώ κατά βάσιν οι μισθοί καθορίζονται στο Πεκίνο»[15] Η
ανεργία στις ΗΠΑ έχει αποδειχτεί βραχνάς τα τελευταία χρόνια αφού έχει αγγίξει
το 2010 ποσοστό 9.9%.[16] Παρόλο
που το ποσοστό το Μάρτιο του 2013 έχει κατέβει στο 7,6%, η δυναμική ανάκαμψης
της αγοράς εργασίας και γενικότερα της αγοράς είναι χαμηλή, ενώ το αμερικανικό
χρέος ξεπερνά τα 16,5 τρισεκατομμύρια. [17] Το
σχετικό άρθρο στις 5 Απριλίου στο Euronews προειδοποιεί ότι αν δεν ληφθούν μέτρα, οι
ΗΠΑ θα έχουν την τύχη της Ελλάδας.
Το εύκολο κέρδος των μοντέρνων-οικονομιών καζίνο, όπου ο
πλούτος διοχετεύεται σε επενδύσεις παραγώγων, έχει στερήσει κεφάλαια από την
πραγματική οικονομία. Η έλλειψη ρευστότητας που έχει προκληθεί από τη χρηματοπιστωτική
κρίση κάνει πιο δύσκολο τον αγώνα για επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,
σπρώχνοντας στην ανέχεια oλoένα και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού. Οι μικρομεσαίοι
είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, αφού αναγνωρισμένα προσφέρουν και τις
περισσότερες θέσεις εργασίας. Από την άλλη, η αύξηση του κεφαλαίου των
πολυεθνικών εταιρειών έχει αυξήσει και τη δύναμη να επηρεάζουν τα κέντρα λήψης
πολιτικών αποφάσεων. «Η αυτονομία των κρατών μειώνεται, καθώς δυσχεραίνεται
συνεχώς η προσπάθεια των κυβερνήσεων να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους χωρίς τη
συνεργασία με άλλες πολιτικές και οικονομικές οργανώσεις, οι οποίες υπερβαίνουν
το κράτος».
Όταν ένα κράτος φτωχαίνει αυτοί που “πληρώνουν” το τίμημα
είναι αυτοί που ανήκουν στις χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις, οι οποίες έχουν
εναποθέσει τις ελπίδες τους για επιβίωση στο κράτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
τα όσα ζούμε το τελευταίο διάστημα: οι περικοπές του κράτους αφορούν επιδόματα
πολυτέκνων, απόρων, και ατόμων με αναπηρίες. Γίνονται περικοπές στη δημόσια
παιδεία και υγεία που αποδέχτες τους είναι οι χαμηλές οικονομικά τάξεις. Από την άλλη, οι πολυεθνικές και οι πλούσιοι δελεάζονται
από τις κυβερνήσεις με χαμηλότερη φορολόγηση για να μην μεταφέρουν τα λεφτά
τους στους φορολογικούς παραδείσους, μειώνοντας κατ’ αυτό, τον τρόπο τα έσοδα
του κράτους που προτιμά να τα πάρει από τη μεσαία και χαμηλή εισοδηματικά τάξη.
Ενώ το κράτος και οι θεσμοί του αποδυναμώνονται και
φαίνεται να κωφεύει στις φωνές των ανέργων και των νεόπτωχων, οι φωνές κάποιων
επιτήδειων περιθωριακών ακούγονται πιο δυνατές, γιατί όπως επισήμανε ο Κώστας
Βεργόπουλος: «Κάθε φορά στην ιστορία που το μέλλον σκοτεινιάζει, ανακαλείται το
παρελθόν ως δύναμη αντίστασης των λαών στην επερχόμενη ανασφάλεια.»[18] Γι’ αυτό και ο εθνικισμός σήμερα στην Ευρώπη
έχει πάρει τις διαστάσεις που έχει πάρει, και τα ακροδεξιά κόμματα πήραν θέση
στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Η μετανάστευση από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου στο
δυτικό κόσμο έχει εντείνει το πρόβλημα της ανεργίας και των εθνικιστικών
εξάρσεων. Δημιουργεί μια κατηγορία εργατών που μη έχοντας κανένα πολιτικό και
κοινωνικό δικαίωμα, καθίσταται προϊόν εκμετάλλευσης. Τους χρησιμοποιούν
δυστυχώς για να ακυρώσουν τους καρπούς των εργατικών αγώνων του παρελθόντος. Από
την άλλη, η αύξηση του αριθμού των ΜΚΟ δείχνει την προσπάθεια των πολιτών να
οργανωθούν σε διεθνές επίπεδο και να λειτουργήσουν ως αντίβαρο των πολυεθνικών.
Δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό επιτυγχάνεται γιατί οι αποφάσεις ακόμα λαμβάνονται
σε εθνικό επίπεδο και οι μάχες θα πρέπει να δίνονται μέσα στα κοινοβούλια.
Στόχος των ΜΚΟ θα πρέπει να είναι η ενεργοποίηση των πολιτών με τρόπο που να
επηρεάζουν αποφάσεις των κρατών τους.
Επίλογος
Οι στιγμές που περνούν οι λαοί αρκετών κρατών του
δυτικού, ανεπτυγμένου κόσμου, είναι εξαιρετικά δύσκολες και θυμίζουν σε ένα
βαθμό την περίοδο του μεσοπολέμου. Οι πρωτοφανείς χειρισμοί προς αντιμετώπιση
της κρίσης προκαλούν «σοκ και δέος»[19]
στους πολίτες του ανεπτυγμένου κόσμου και την αίσθηση ότι είναι θιασώτες ενός
οικονομικού πολέμου με θύματα τους ιδίους. Ο πόλεμος διεξάγεται κάτω από το
λάβαρο του νεοφιλελευθερισμού, όπου «…τα υψηλά εισοδήματα στράφηκαν εναντίον
των χαμηλών, αθετώντας υποχρεώσεις τους έναντι των αδυνάτων και του κοινωνικού
συνόλου.»[20]
Φράσεις όπως η κρίση «είναι συστημική» έχουν καταντήσει κλισέ στα ΜΜΕ
παγκοσμίως, υποδεικνύοντας την αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να
διατηρήσει τις ισορροπίες μέσα σε ένα μονοπολικό κόσμο μετά το τέλος του ψυχρού
πολέμου-στο ‘Τέλος της Ιστορίας’ του Fukuyama. Ο Κομφούκιος είπε ότι, σε μια
χώρα που κυβερνάται καλά, η φτώχεια είναι ντροπή. Σε μια χώρα που κυβερνάται
άσχημα, ο πλούτος είναι ντροπή. Ο προβληματισμός στο παγκοσμιοποιημένο
περιβάλλον στο οποίο ζούμε είναι, ποιος πραγματικά κυβερνά και ποια είναι η
θέση της δημοκρατίας και της ελεύθερης βούλησης των πολιτών;
Βιβλιογραφία
Daphne Halikiopoulou, Sofia Vasilopoulou, ed. Nationalism
and Globalization: Routledge, 2011
David Held, Anthony McGrew, Παγκοσμιοποίηση/ Αντι-Παγκοσμιοποίηση: Πολύτροπον, 2004
Ηλίας Κατσούλης, Μπλάνκα Ανανιάδη, Σταύρος Ιωαννίδης, Επιμ.
Παγκοσμιοποίηση. Οικονομικές, Πολιτικές, Πολιτισμικές Όψεις: Ι. Σιδέρης, 2003
Harlan Ullman, James
Wade Jr. Shock and Awe, Achieving Rabid Dominance. National Defense
University, 1996
Herman M. Schwartz, States
Versus Markets, History, Geography and the Development of the International
Political Economy: St. Martin’s Press, 1994
Κώστας Βεργόπουλος, Παγκοσμιοποίηση. Η Μεγάλη Χίμαιρα, Αθήνα:
Εκδόσεις Λιβάνη, 1999
Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια: Μεταίχμιο, 2004
Σοφία Ν. Αντωνοπούλου, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Παγκοσμιοποίηση: Εξάντας,
2008
Τι τρέχει με την αμερικανική
οικονομία; http://www.economia.gr/index.php?dispatch=pages.view&page_id=1414
[2] Για
τον Άγγλο οικονομολόγο μεγαλύτερη
σημασία είχε η αντιμετώπιση της ανεργίας παρά η δημοσιονομική πειθαρχία, αφού η
διασφάλιση της οικονομικής δύναμης των νοικοκυριών σήμαινε ανατροφοδότηση της
οικονομίας.
[8] Τα
γνωστά hedge funds, τα κλειστά
αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου που όμως μπορούν να αποφέρουν μεγάλα κέρδη
ακριβώς λόγο του υψηλού τους κινδύνου.
[10] Ο Friedman είχε την
άποψη ότι αν η αγορά αφηνόταν ελεύθερη, μακριά από οποιαδήποτε κρατική
παρέμβαση, θα μπορούσε να αυτορυθμιστεί από μόνη της. Ήταν υπέρμαχος των
ιδιωτικοποιήσεων και του περιορισμένου ρόλου του κράτους. Ήταν αντίθετος στον
έλεγχο των τιμών και των μισθών όπως και στην ύπαρξη των συνδικάτων. http://www.youtube.com/watch?v=WS2BSu4su7Y
[11] Από
το ντοκιμαντέρ Oligarchy του
Στέλιου Κούλογλου, λεπτό 39:20 http://www.youtube.com/watch?v=OxpeC-XbS3s
[13] Από το ντοκιμαντέρ Oligarchy του
Στέλιου Κούλογλου, λεπτό 08:36 http://www.youtube.com/watch?v=OxpeC-XbS3s
[14] Στη
Μπαγκλαντές το 2010 «…ο μηνιαίος μισθός του νεοπροσλαμβανόμενου εργάτη σε ένα
εργοστάσιο κατασκευής ρούχων ανήλθε στα 37 δολάρια από 21 που ήταν έως τότε,
ενώ για τους έμπειρους εργάτες φτάνει μέχρι τα 78 δολάρια.» (Μαίρη Λεμπέση, Εδώ
Ράβονται οι «φίρμες» που φοράμε:the K magazine, τεύχος Μαρτίου 2013)
[15]Ηλίας
Κατσούλης, Μπλάνκα Ανανιάδη, Σταύρος Ιωαννίδης, Επιμ. Παγκοσμιοποίηση.
Οικονομικές, Πολιτικές, Πολιτισμικές Όψεις: Ι. Σιδέρης, 2003, σελ.129
[17] Απογοήτευση από την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, http://gr.euronews.com/2013/04/05/us-job-gains-weak-in-march/
[19] Η
φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους Αμερικανούς για να χαρακτηρίσει τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ το 2003. Η όλη στρατηγική βασίστηκε στην ιδέα
της “ταχείας κυριαρχίας” (Rabid Dominance), που στόχο
έχει να κάμψει την αντίσταση του αντιπάλου, προκαλώντας του σύγχυση και
καθιστώντας τον ανίκανο να εφαρμόσει οποιοδήποτε στρατηγικό σχέδιο. Ο τρόπος
που επιτυγχάνεται είναι ελέγχοντας το λειτουργικό περιβάλλον του αντιπάλου
ελέγχεις αυτό που αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει, και γνωρίζει. (Harlan Ullman, James Wade Jr.
Shock and Awe, Achieving Rabid Dominance. National Defense University, 1996, σελ. Xi http://oai.dtic.mil/oai/oai?verb=getRecord&metadataPrefix=html&identifier=ADA457606)
Ενδιαφέρον κείμενο ...
ΑπάντησηΔιαγραφή