του Ιάκωβου Τσαγκάρη
Αν και η τηλεόραση στην Κύπρο πρωτοεμφανίστηκε
μόλις το 1957, δύο
δεκαετίες μετά την πρώτη διεθνώς μαζική τηλεοπτική μετάδοση στο Βερολίνο, θα
μπορούσε να λεχθεί ότι η εξέλιξή της ακολούθησε πιστά αλλά με καθυστέρηση την
πορεία του μέσου αυτού στον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο. Στην παρούσα εργασία θα
επιχειρηθεί μια αναδρομή στην πορεία της κυπριακής τηλεόρασης με φόντο την
πολυτάραχη ιστορία του νησιού, σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί το κατά πόσον
και σε ποιο βαθμό οι τεχνολογικές μεταβολές στο τηλεοπτικό πεδίο επηρέασαν τις
κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις του τόπου.
Θα επιχειρηθεί δηλαδή μια επιβεβαίωση ή διάψευση, μερική ή ολική, της
Θεωρίας της Τεχνολογικής Νομοτέλειας.
2.1. Η
Αποικιοκρατία και η ίδρυση της CBS
Η πρώτη τηλεοπτική εκπομπή στην Κύπρο
πραγματοποιήθηκε στις 15/10/1957 από το Cyprus Broadcasting Service (CBS) που
ιδρύθηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες Ο σταθμός εξέπεμπε αρχικά
δύο φορές την βδομάδα για διάρκεια 2-2.5
ωρών, που σταδιακά αυξήθηκαν και επεκτάθηκαν σε πέντε μέρες εβδομαδιαίως. Η
εμβέλεια των τηλεοπτικών προγραμμάτων κάλυπτε ακτίνα μόλις 12 χιλιομέτρων στη
Λευκωσία και
το περιεχόμενό τους περιελάμβανε δελτία ειδήσεων, ψυχαγωγικές ταινίες,
ντοκιμαντέρ, διεθνή επίκαιρα κ.ά.
Στην περίπτωση της έλευσης της τηλεόρασης στην
Κύπρο, βλέπουμε μια εμφανή προσπάθεια από την αποικιοκρατική διοίκηση να
εκμεταλλευτεί την τεχνολογία για να προστατεύσει την εξουσία της στο νησί. Οι
Άγγλοι φαίνεται ότι διέβλεψαν τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν για έλεγχο της
Κύπρου, λόγω του αγώνα της ΕΟΚΑ, και αποφάσισαν να ενισχύσουν τον
προπαγανδιστικό τους μηχανισμό.
Συνεπώς, έθεσαν την τηλεόραση υπό πλήρη έλεγχο, άσκησαν εποπτεία με
απολυταρχικό τρόπο και εφάρμοσαν λογοκρισία και απαγορεύσεις.
Πάντως, η προσπάθειά τους δεν ήταν χωρίς προβλήματα, αφού δυσκολεύονταν να
βρουν εξειδικευμένο προσωπικό για τον σταθμό, διότι πολλοί Ελληνοκύπριοι
αρνούνταν να εργαστούν εκεί λόγω του αγώνα της ΕΟΚΑ.
2.2. Από
την Ανεξαρτησία στην απορρύθμιση
Με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το CBS μετονομάζεται σε ΡΙΚ,
αναβαθμίζεται τεχνολογικά, αυξάνει τα προγράμματά του και προσλαμβάνει νέο
προσωπικό.
Για να πετύχει παγκύπρια κάλυψη εγκαθιστά δύο κεραίες αναμετάδοσης, τη μία στο
Τρόοδος και την άλλη στον Πενταδάκτυλο. Ταυτόχρονα, αυξάνει το
ποσοστό των τοπικών παραγωγών, που το 1971 ανήλθε στο 45% του συνολικού
προγράμματος.
Πάντως, το κρατικό μονοπώλιο στα ραδιοτηλεοπτικά
πράγματα του τόπου συνεχίζεται και επομένως η τηλεοπτική τεχνολογία εξακολουθεί
να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της εξουσίας. Ο έλεγχος αυτός θεωρείται ιδιαίτερα
αυστηρός, αφού το θεσμικό πλαίσιο περιόριζε την ελευθερία του Τύπου, ιδιαίτερα
σε ό,τι αφορά τις νομοθετικές πρόνοιες περί λιβέλου και εξυπηρέτησης του
δημοσίου συμφέροντος. Το
περιεχόμενο του Τύπου συνεχίζει να είναι έντονα εθνικιστικό και το κλίμα στο εσωτερικό
της χώρας συγκρουσιακό, με
αποτέλεσμα τα γεγονότα του 1963 και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους
θεσμούς του Κράτους.
Καταλυτικός θεωρείται ο ρόλος της κρατικής
ραδιοτηλεόρασης στην αντιμετώπιση των συνεπειών του πραξικοπήματος και της
τουρκικής εισβολής του 1974. Το ΡΙΚ αναδιαμόρφωσε τα προγράμματά του με στόχο:
α) την ενημέρωση, πληροφόρηση και εμψύχωση των πληγέντων και β) την ενίσχυση
της Κυβέρνησης στο έργο της διαφώτισης της διεθνούς κοινής γνώμης και
καταγγελία της τουρκικής θηριωδίας. Ιδιαίτερα σημαντικός
θεωρείται ο ρόλος του ΡΙΚ στην αποκατάσταση της επικοινωνίας και της συνένωσης
οικογενειών προσφύγων και εγκλωβισμένων μετά την εισβολή.
Αξιοσημείωτη χρονιά για το ΡΙΚ χαρακτηρίζεται το
1982, οπόταν αρχίζουν έγχρωμες εκπομπές και ο σταθμός συνδέεται απευθείας με
την Eurovision μέσω
δορυφόρου και τροφοδοτείται καθημερινά με διεθνείς ειδήσεις, αθλητικά και
πολιτιστικά γεγονότα.
Την περίοδο αυτή θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για ύπαρξη του φαινομένου του
«πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» μέσω της λειτουργίας του ΡΙΚ, αφού μεγάλο ποσοστό
των ειδήσεων προερχόταν από ξένα πρακτορεία, οι κινηματογραφικές ταινίες που
προβάλλονταν παράγονταν ως επί το πλείστον στο Χόλλυγουντ και τα τηλεοπτικά
προγράμματα προέρχονταν στην πλειοψηφία τους από το εξωτερικό. Η
τεχνολογική υποδομή του ΡΙΚ, λοιπόν, μετατρέπεται περισσότερο σε μέσο διανομής
της προερχόμενης από τη Δύση «βιομηχανίας συνείδησης».
Κατά τη δεκαετία του 1980, η τηλεοπτική τεχνολογία
αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο στα πολιτικά πράγματα του τόπου.
Του λόγου το αληθές αποδεικνύει το γεγονός ότι η πολιτική αντιπαράθεση άρχισε
να μεταφέρεται από τις εξέδρες και τις πλατείες των συλλαλητηρίων στα
τηλεοπτικά στούντιο με τη διεξαγωγή των γνωστών “debate”
που είχαν εμφανιστεί μία εικοσαετία προηγουμένως στις ΗΠΑ.
2.3. Η
«απελευθέρωση» του τηλεοπτικού πεδίου
Στη δεκαετία του 1990, η Κύπρος
επηρεάζεται από τη διαδικασία της «απορρύθμισης» - της «απελευθέρωσης» του
ραδιοτηλεοπτικού συστήματος από το κρατικό μονοπώλιο- που συντελέστηκε στην
Ευρώπη τη δεκαετία του 1980. Εμφανίζονται οι πρώτοι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί
σταθμοί,
ενώ αρχίζει και η λειτουργία του ΡΙΚ2. Ο πρώτος
ιδιωτικός σταθμός που λειτούργησε ήταν «Ο Λόγος» (1992), ο
οποίος ανήκε στην Εκκλησία. Ακολούθησαν τα κανάλια «Αντένα», «Σίγμα» και CNC Plus, η συνδρομητική LTV, οι καλωδιακές My Vision - CYTA Vision, Prime Tel και Cablenet, και οι δορυφορικές
πλατφόρμες NOVA Cyprus και ΑΘΗΝΑ SAT. Επίσης, το 2011 η ψηφιακή τηλεόραση αντικαθιστά την αναλογική, ενώ ήδη τα περισσότερα κανάλια προσφέρουν υπηρεσίες web TV, συνδυάζοντας την τεχνολογία της
τηλεοπτικής μετάδοσης με το διαδίκτυο.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για επανάσταση,
αφού επακόλουθο της «απελευθέρωσης» ήταν η δημιουργία κερδοσκοπικών
συγκροτημάτων ΜΜΕ με μεγάλη οικονομική, πολιτική και κοινωνική ισχύ,
ενώ το περιεχόμενο των ΜΜΕ έγινε εμπορεύσιμο είδος που προσφέρεται με όρους μάρκετινγκ.
Τα εμπορευματοποιημένα ΜΜΕ έχουν ως γνώμονα τον αντίκτυπο της είδησης στην
κοινή γνώμη και την αύξηση της τηλεθέασης και των οικονομικών οφελών,
ενώ καταλύουν τη δημόσια σφαίρα, μετατρέπουν τον σκεπτόμενο πολίτη σε παθητικό
αποδέκτη-τηλεθεατή και αποδυναμώνουν την κριτική του δύναμη.
Επιπλέον, δεν μπορεί να λεχθεί ότι
υπάρχει καλύτερη και πιο αντικειμενική ενημέρωση με την αύξηση του αριθμού των
ΜΜΕ και των πληροφοριών με τις οποίες μας βομβαρδίζουν. Και αυτό γιατί τα ΜΜΕ
καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα, κατασκευάζουν γεγονότα για να τα αναμεταδίδουν
και παραπληροφορούν μέσω της υπερπληροφόρησης, ενώ σε
περιόδους εκλογών μετατρέπονται σε όργανα χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Αξιοσημείωτη είναι περίπτωση του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν, όταν όλα
σχεδόν τα ΜΜΕ προσπάθησαν να επηρεάσουν παρά να ενημερώσουν την κοινή γνώμη.
Εξάλλου, θα ανέμενε κανείς ότι η αύξηση
των ΜΜΕ και η επέκταση της δημοσιότητας θα διασφάλιζε ενεργότερη και αμεσότερη
συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική. Όμως, φαίνεται ότι το αντίθετο έχει
συμβεί: οι πολίτες απωθούνται από την πολιτική λόγω της απαξίωσης των
δημοκρατικών θεσμών που καλλιεργούν τα ΜΜΕ.
3. Συμπέρασμα
Επομένως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα
ότι δεν φαίνεται να επαληθεύουν τη Θεωρία της Τεχνολογικής
Νομοτέλειας οι εξελίξεις στο τηλεοπτικό πεδίο της Κύπρου. Η ακολουθία των
εφευρέσεων και η εφαρμογή της επικοινωνιακής τεχνολογίας, αν και είχαν κάποιες
θετικές κοινωνικές επιπτώσεις όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας, δεν φαίνεται να επηρεάζουν την κοινωνική
μεταβολή, ούτε και προκλήθηκε κοινωνική επανάσταση από τις «επικοινωνιακές
επαναστάσεις». Το μόνο που συνέβη είναι μια «επανάσταση του ελέγχου». Ελέγχου
των εχόντων την οικονομική ισχύ πάνω στους οικονομικά ασθενέστερους.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να μην περιέχουν υβριστικούς. προσβλητικούς ή/και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, διαφορετικά θα διαγράφονται