Τι ήταν τελικά το «Κίνημα των Αγανακτισμένων»; Πού βρίσκεται
σήμερα; Τι έχει μείνει από τότε; Το παρακάτω κείμενο γραμμένο λίγο καιρό
μετά τις γεμάτες πλατείες, αποπειράται
να αναλύσει εκείνο το πρωτόφαντο και ιδιαίτερα δυναμικό κίνημα, χρησιμοποιώντας
ως μεθοδολογικό εργαλείο τη θεωρία των συγκρούσεων.
Σύμφωνα με την εν
λόγω θεωρία, το «Κίνημα των Αγανακτισμένων», αποτελούσε ένα κοινωνικό κίνημα
της μικροαστικής τάξης, την οποία το κεφάλαιο με την συντελούμενη παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού (Τσουκαλάς 2011), κατέστησε ταξικό αντίπαλο, μα εκείνη στάθηκε αδύνατο να αποκτήσει αυτόνομη ταξική στρατηγική, ώστε να
εμπλακεί αποτελεσματικά στην «πάλη των τάξεων». Αναφέρονται πιο κάτω συνοπτικά οι
βασικές αρχές της μαρξιστικής θεωρίας, που είναι η βάση της θεωρίας των
συγκρούσεων και στη συνέχεια, εξετάζεται το κίνημα ως προς τον ταξικό του
χαρακτήρα.
Η θεωρία των
συγκρούσεων
Η
θεωρία των συγκρούσεων, βασίζει την ιστορική μεταβολή των
κοινωνιών στην «πάλη των τάξεων» και δίνει προτεραιότητα στους
οικονομικούς
παράγοντες στη διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών.
Αντιμετωπίζει τα
κοινωνικά κινήματα, ως εκφράσεις των αδιάλειπτων συγκρούσεων ανάμεσα
στις
κοινωνικές τάξεις, που ερίζουν για την οικονομική, αλλά και την πολιτική
και
κοινωνική εξουσία, επιθυμώντας την ανατροπή της υπάρχουσας
κατάστασης. Ο Μαρξ, ήταν ο βασικός εκφραστής αυτής της θεωρητικής
προσέγγισης (ΑΠΚΥ 2011). Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, στις
καπιταλιστικές κοινωνίες,
ορίζονται δύο βασικές τάξεις, ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής: η τάξη των
κεφαλαιοκρατών, που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούνται το
παραγόμενο
προϊόν και η τάξη των μισθωτών εργατών, που πουλούν την εργατική τους
δύναμη. Στις
υπαρκτές κοινωνίες, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των δύο τάξεων,
καταλαμβάνουν οι
μικροαστοί, θέμα ανοιχτό, στη μαρξιστική θεωρία, για το αν είναι τάξεις ή
ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα. Ο Μαρξ αναφερόμενος στην «τάξη» μίλησε για
τάξη
«καθ’ αυτή» και τάξη «για τον εαυτό της». Η τάξη «καθ’ εαυτή» είναι μια
υλική,
αντικειμενική πραγματικότητα, με βάση τη σχέση αυτών που την απαρτίζουν
με τα
μέσα παραγωγής και αποτελεί μια παθητική κοινωνική κατηγορία. Μια τάξη
«καθ’
εαυτή» μετατρέπεται σε τάξη «για τον εαυτό της», όταν αυτοί που την
αποτελούν,
αποκτήσουν συλλογική ταυτότητα, αυτοσυνειδησία, συλλογική άποψη για την
κοινωνία. και αναλάβουν δράσεις, για την επίτευξη των συλλογικών τους
στόχων (Μαρξ, Ένγκελς 1983). Ο
ρόλος της ιδεολογίας είναι θεμελιώδης στην ανάπτυξη κοινής ταυτότητας, ενώ ως
προς την ετοιμότητα δράσης απαιτείται εσωτερική οργάνωση και αντιπροσώπευση
(Αλεξανδρόπουλος 2001). Το «Κίνημα των Αγανακτισμένων» παρουσιάστηκε ως
συλλογική δράση της μικροαστικής τάξης, η οποία ορίστηκε ως τάξη «καθ’ εαυτή»,
μέσα από τη σύγκρουσή της με το κεφάλαιο.
Το κίνημα των
Αγανακτισμένων
Η αντικειμενική ταξική προέλευση της πλειοψηφίας των ατόμων
που συμμετείχαν στους «Αγανακτισμένους», ήταν μικροαστική. Η μικροαστική
τάξη αποτελείται από κοινωνικά στρώματα, που είτε είναι ιδιοκτήτες μέσων
παραγωγής και παράγουν οι ίδιοι εμπορεύματα, που δεν περιέχουν κέρδος, π.χ.
μικροεπιχειρηματίες, μικροϊδιοκτήτες κλπ (παραδοσιακή μικροαστική τάξη), είτε
μισθωτοί εργαζόμενοι, που στελεχώνουν μηχανισμούς και διαδικασίες άσκησης
καπιταλιστικής εξουσίας και δεν εντάσσονται στην τάξη των καπιταλιστών π.χ.
μηχανικοί, κρατικοί υπάλληλοι, στρατός κλπ (νέα μικροαστική τάξη). Μιλάμε, δηλαδή
στην ουσία, για δύο μικροαστικές τάξεις, με διαφορετική θέση στο σύστημα
παραγωγής και διαφορετικά, συχνά αντιθετικά, ταξικά συμφέροντα. Οι τάξεις αυτές
διατηρούν διαφορετικές σχέσεις με το κεφάλαιο και το κράτος. Οι παραδοσιακοί
μικροαστοί, συμμαχούν με το κεφάλαιο, για την επικράτηση φιλελεύθερων
πολιτικών, κρατώντας εχθρική στάση προς αυτό, γιατί βρίσκονται σε ανταγωνισμό
μαζί του και απαιτούν από το κράτος να τους προστατέψει. Οι νέοι μικροαστοί, διατηρούν
εσωτερική σχέση με το κράτος, ως κρατικοί υπάλληλοι, ταυτίζονται μ’ αυτό και
επιδιώκουν τη διεύρυνσή του. Πουλάνε την εργατική τους δύναμη στο κεφάλαιο και
υφίστανται εκμετάλλευση απ’ αυτό, ή διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις του και επιθυμούν
την περαιτέρω ανάπτυξή του (Μηλιός 2002). Τα τελευταία χρόνια, με την παγκόσμια
επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, οι μικροαστικές τάξεις δέχονται την επίθεση
του κεφαλαίου και παρά τη διαφορετική θέση τους στο σύστημα παραγωγής, βρίσκονται
ενταγμένοι στην ίδια παθητική κοινωνική κατηγορία. Το να βρίσκεται μια τάξη σε
κατάσταση σύγκρουσης, ακόμη κι όταν αυτή η σύγκρουση είναι αυθόρμητη και
πρωτογενής, όπως στην περίπτωση των Αγανακτισμένων, την καθιστά, έστω
συγκυριακά, μια τάξη «καθ’ εαυτή» (Αλεξανδρόπουλος 2001). Το «Κίνημα των
Αγανακτισμένων» όμως, δεν κατάφερε τελικά μέσα από αυτή την πάλη, να υπερβεί
τις αντιθέσεις του, να αποκτήσει συνοχή, αυτοσυνειδησία και στρατηγική, ώστε να
συγκροτηθεί σε τάξη για τον «εαυτό της» και τα συμφέροντα που υπερασπίζονταν να
γίνουν ταξικά.
Μια τάξη «για τον
εαυτό της»
Σύμφωνα με την προσέγγιση του Πουλαντζά, σε ιδεολογικό
επίπεδο οι μικροαστοί εμφανίζουν μια αντικαπιταλιστική ιδεολογική χροιά, αλλά
είναι υπέρ του κοινωνικού κατεστημένου, είτε γιατί παραμένουν προσκολλημένοι
στην ιδιοκτησία τους, είτε, γιατί προσβλέπουν σε ανακατανομή των εισοδημάτων.
Έχουν την ιδεολογική τάση της «γέφυρας» προς τα ανώτερα στρώματα, με ατομικό
πέρασμα ή με τις δυνατότητες που δίνει η εκπαίδευση και εκδηλώνουν έναν
«φετιχισμό» του κράτους, είτε πιστεύοντας σε ένα υπερταξικό ουδέτερο κράτος,
είτε με μια πολύπλοκη στάση ταύτισης με αυτό. Στο πολιτικό επίπεδο, τόσο η
παραδοσιακή όσο και η νέα μικροαστική τάξη στηρίζει το κράτος, άρα και την
αστική τάξη, ενώ σε περιόδους κρίσης, όπως η παρούσα, αιωρείται από μια αστική,
σε μια προλεταριακή τοποθέτηση. Στο επίπεδο στρατηγικής οι μικροαστικές τάξεις
δεν έχουν αυτόνομη ταξική στρατηγική, παρά μόνο ευκαιριακές συμμαχίες με τις
άλλες τάξεις, εφόσον, όπως φαίνεται δεν είναι δυνατόν να έχουν μακροπρόθεσμα
πολιτικά συμφέροντα (Μηλιός 2002). Καθ’ όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, ο κυρίαρχος
ιδεολογικός προσανατολισμός του Κινήματος, παρέμεινε μικροαστικός. Δομικά αυτό
σημαίνει, ότι αποδεχόταν σιωπηρά, αν όχι ρητά, τη θέση του μέσα στην καπιταλιστική
οικονομία και απλά επεδίωκε καλύτερους όρους. Δεν κατάφερε - ή δε θέλησε - να
ριζοσπαστικοποιηθεί, ούτε ως προς τα αιτήματα που πρόβαλλε, ούτε ως προς την
αμφισβήτηση του κοινωνικοοικονομικού κατεστημένου. Δεν αναδύθηκε καμία ρητή και
ξεκάθαρη πρόθεση, για ρήξη με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και η κινητοποίηση
παρέμεινε έκφραση της επιθυμίας εξυγίανσης των υπαρχόντων πολιτικών και
οικονομικών θεσμών, μέσα στα πλαίσια του εγχώριου και διεθνούς συστήματος
καπιταλισμού και αστικής δημοκρατίας (Σεραφετινίδου 1995). Το μόνο πολιτικό
πρόσταγμα, που κατάφερε με καθολικότητα να ενοποιήσει τις μάζες, ήταν αυτό της συνολικής
απόρριψης του κοινοβουλευτισμού.
Η μικροαστική τάξη είναι, για τον Μαρξ, συντηρητική και
αντιδραστική. Θεωρεί, ότι δεν καταφέρνει τελικά να γίνει μία τάξη «για τον
εαυτό της», αλλά είναι επιρρεπής στην προσκόλληση σε ισχυρές προσωπικότητες
και σε δικτάτορες, που υπόσχονται την αποκατάσταση της τάξης και της ενότητας,
την αποτροπή της διάλυσης και την επανάκτηση του εθνικού κύρους και γοήτρου.
Αλλά και κατά τον Νόιμαν, η μεταβαλλόμενη μεσαία τάξη είναι, ιστορικά, πιο
ευάλωτη στην κρίση και συνεπώς πιο επιρρεπής στις μαζικές εγκλίσεις φασιστικών
ιδεολογιών (Αλεξανδρόπουλος 2001). Από την άλλη, κανένα κίνημα σε
συγκυρία παγκόσμιας οικονομικής διασύνδεσης και μάλιστα σε περίοδο ύφεσης, δεν
μπορεί να πετύχει την ικανοποίηση των αιτημάτων του, αν δεν παγκοσμιοποιηθεί
και δεν έρθει σε μετωπική σύγκρουση με τη γενεσιουργό αιτία της κρίσης, που
είναι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (Τζουμάκας
2011). Το «Κίνημα των Αγανακτισμένων», εφόσον επέλεξε συνειδητά
και κατηγορηματικά, να κρατήσει αποστάσεις από πολιτικούς και
συνδικαλιστικούς
φορείς, στερήθηκε την περαιτέρω ιδεολογική ζύμωση και κυρίως το
εσωτερικό
σύστημα οργάνωσης και επικοινωνίας, που οι συλλογικότητες αυτές
διαθέτουν. Απέτυχε
να αποκτήσει περαιτέρω συνοχή και συνέχεια. Βασικό οργανωτικό του
εργαλείο
αποτέλεσαν οι καθημερινές ανοιχτές συνελεύσεις, που παρ’ ότι έφεραν έναν
αποκεντρωμένο, φρέσκο και πλουραλιστικό αέρα στην κινηματική δράση,
παρέμειναν
αυτοπεριχαρακωμένες και φοβικές - αν όχι εχθρικές - προς το εργατικό
κίνημα, τον
οργανωμένο συνδικαλισμό και την αποδοχή πολιτικών προταγμάτων. Ως κύριο
μέσο επικοινωνίας παρέμεινε το διαδίκτυο, η πρόσβαση όμως σ’ αυτό, δεν
είναι
γενικευμένη στις πλατιές λαϊκές μάζες (Μπρούμας 2009, Καβαδά 2011). Ως εκ τούτου, την ενημέρωση και κατ’
επέκταση τη διαμόρφωση της εικόνας του Κινήματος, ανέλαβαν τα παραδοσιακά ΜΜΕ,
καθιστώντας την κινητοποίηση ασταθή και ευάλωτη στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία
που αυτά μεταφέρουν (Neveu 2010).
Τα ΜΜΕ έχουν αναλάβει
το έργο της συμμόρφωσης του κοινού στο κοινωνικό και οικονομικό status quo και σύμφωνα με το
Foucault, κατανοούνται καλύτερα ως πειθαρχικά εργαλεία ή μηχανισμοί,
μέσω των οποίων επιτυγχάνεται ο έλεγχος και η επιτήρηση (Μάνινγκ 2007). Δε θα
μπορούσαν λοιπόν ποτέ, να αποτελέσουν μηχανισμό διάχυσης, της όποιας επαναστατικής
ιδεολογίας υπήρχε. Κράτησαν μάλλον θετική στάση, όσο το κίνημα ήταν χρήσιμο για
το σύστημα. Χρήσιμο για την κυβέρνηση, ως πρόφαση για τη μεθόδευση κυβερνήσεων
τεχνοκρατών (Ελλάδα, Ιταλία), ικανοποιώντας, εν μέρει, το αίτημα του Κινήματος,
που αφορούσε την απομάκρυνση των διεφθαρμένων πολιτικών, για την δεξιά και
αριστερή αντιπολίτευση, ως αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτική, προσβλέποντας
σε εκλογική κεφαλαιοποίηση της δυσαρέσκειας από τις ίδιες, για την ακροδεξιά ως
ευκαιρία να διαχυθούν οι φασιστικές και εθνικιστικές ιδέες της, «στη σκόνη του
μικροαστισμού» («Κόκκινο» 2011). Στο δημοσιογραφικό λόγο, άλλωστε, η ιδέα ότι μέσω της
συλλογικής δράσης μπορεί να ασκηθεί επιρροή στα διακυβεύματα, είναι σε μεγάλο
βαθμό ξένη (Neveu 2010). Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες τα
πλαίσια που οριοθετεί η κοινωνική συναίνεση είναι τόσο πλατιά, που μπορούν να
ενσωματώνουν και να απορροφούν, έστω και με την περιθωριοποίηση, πολλές φωνές
κοινωνικής αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας (Σεραφετινίδου 1995). Για να μην
εξαρτάται η επίλυση του «προβλήματος» αποκλειστικά και μόνο από μια
κινητοποίηση, που και κόστος έχει και δύσκολο είναι να έχει διάρκεια, έπρεπε να
είχαν βρεθεί τρόποι σταθερής σύνδεσης, με άλλα κυκλώματα προώθησης κοινωνικών αιτημάτων.
Αποτελεσματικό συμπλήρωμα μιας κινητοποίησης εξακολουθεί να είναι, το να
συμπεριλαμβάνεται κανείς σε διαδικασίες διαπραγμάτευσης και δια αντιπροσώπων,
να ορίζεται ως πολιτικός παίχτης. Το «Κίνημα των Αγανακτισμένων» όμως επέλεξε -
ή δεν κατάφερε - να έχει με κάποιο τρόπο εκπροσώπους. Το ότι παρέμεινε αποκλειστικά
και μόνο στο επίπεδο της κινητοποίησης, ήταν στρατηγική παρακινδυνευμένη, η
οποία οδήγησε στην κατάταξή του στην κατηγορία του «ταραξία» και στην
αντιμετώπισή του με καταστολή (Neveu 2010).
Επίλογος
Σύμφωνα, με τον Λένιν τα κινήματα αφημένα στον
αυθορμητισμό, εκφυλίζονται πολύ γρήγορα, παραδομένα στην κυρίαρχη ιδεολογία,
που έχει εμποτίσει ηγεμονικά τον τρόπο σκέψης, τις προτεραιότητες, την
εννοιολογική χαρτογράφηση και τον στοιχειώδη ιδεολογικό προσανατολισμό των
υποτελών τάξεων. Άλλωστε το απεχθές κοινωνικό σύστημα, όπως έχει επισημάνει ο
Μαρκούζε, δεν βρίσκεται πια έξω από τον άνθρωπο, αλλά έχει ενσωματωθεί μέσα του
και τον υποχρεώνει να το αναπαράγει συνεχώς (Μίσσιος 2011). Το «Κίνημα των
Αγανακτισμένων» υπήρξε συλλογική έκφραση της πολυπληθούς, αλλά διασπασμένης
μικροαστικής τάξης. Δεν κατάφερε να γίνει ταξικό, γιατί η τάξη/τάξεις που το
τροφοδοτούσαν, και ιστορικά, δεν καταφέρνουν να συγκροτήσουν συγκεκριμένα ταξικά
συμφέροντα, που θα έχουν έναν ρόλο συνοχής και ταυτότητας. Την κατεύθυνση της
τρέχουσας ιστορικής δυναμικής της ταξικής πάλης όμως, στις νέες
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, κανείς δεν
είναι σε θέση
να προδικάσει. Η κατανόηση για τις μελλοντικές συνθήκες, θα έρθει μόνο αφού
αυτές βιωθούν (Goertze 1976).
Βιβλιογραφία
Αλεξανδρόπουλος, Σ., Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα
κοινωνικά κινήματα, Τόμος Α΄ Κλασσικές θεωρίες, Κριτική, Αθήνα, 2001
ΑΠΚΥ, 4. Κοινωνιολογία και επικοινωνία –
δημοσιογραφία, ΑΠΚΥ, Λευκωσία, 2012
Γκίντενς, Α., Κοινωνιολογία, Τσαούσης, Δ., Gutenberg, Αθήνα, 2009
Ένγκελς, Φ., Οι βάσεις του κομμουνισμού, Φωτίου, Φ.,
Θεμέλιο, Αθήνα, 1983
Hughes, M., C.J. Kroehler, Κοινωνιολογία:
Οι βασικές έννοιες, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2007
Καβαδά, Α., «Ο ρόλος του
διαδικτύου στον σύγχρονο παγκόσμιο ακτιβισμό», Τα μέσα επικοινωνίας στον 21ο αιώνα, Παπαθανασόπουλος,
Σ., Καστανιώτη, Αθήνα, 2011, 392-420
Κονιόρδος, Σ.,
«Νεωτερικότητα και Σύγχρονη Κοινωνική Σκέψη», Κοινωνική σκέψη και νεωτερικότητα, Κονιόρδος, Σ., Gutenberg, Αθήνα, 2009
Κωνσταντακόπουλος, Σ.,
«Ατομικισμός και Νεωτερικότητα», Κοινωνική
σκέψη και νεωτερικότητα, Κονιόρδος, Σ., Gutenberg, Αθήνα, 2009
Μάνινγκ, Π., Κοινωνιολογία της ενημέρωσης. Ειδήσεις και
πηγές ειδήσεων, Καστανιώτη, Αθήνα, χ.χ.
Μαρξ, Κ., Ένγκελς, Φ., Το μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος,
Κόττης, Γ., Θεμέλιο, Αθήνα, 1983
Neveu,
E., Κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων από
το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, Λογοθέτη, Μ., Σαββάλας, Αθήνα, 2010
Σεραφετινίδου, Μ., Κοινωνιολογία των μέσων Μαζικής
Επικοινωνίας. Ο ρόλος των μέσων στην αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού,
Gutenberg, Αθήνα, 1995
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να μην περιέχουν υβριστικούς. προσβλητικούς ή/και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, διαφορετικά θα διαγράφονται