Με σημείο αναφοράς τις πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις των J. Habermas, G. Diez και E. Hobsbawm για
την παγκοσμιοποίηση, θα επιχειρηθεί αρχικά η αποσαφήνιση της έννοιας στη
σύγχρονή της μορφή, υπό το πρίσμα των αντιθετικών ζευγών εθνικό
(κράτος-πολιτεία)-υπερεθνικό (διακρατικότητα) και πολιτική (κοινωνία)-αγορές
(οικονομία), λαμβάνοντας υπόψιν και την περίπτωση της Ελλάδας. Στη συνέχεια θα
αποτυπωθούν οι ορισμοί της αντι-παγκοσμιοποίησης και της εναλλακτικής
παγκοσμιοποίησης και η σύνοψη της κριτικής που ασκείται στην παγκοσμιοποίηση.
1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ
Η αμφισημία του
πολυχρησιμοποιημένου πλέον όρου «παγκοσμιοποίηση» και η σύγχυση-παρερμηνεία,
που συχνά αυτή συνεπάγεται (Wunderlich
& Warrier 2009:1), υπαγορεύουν
μια επαγωγική συλλογιστική απόπειρα αποκωδικοποίησής του, αναφέροντας συνοπτικά
τα επιμέρους ιδεολογικά δομικά του στοιχεία, βάσει των διαφορετικών (Scholte 2005:15) θεωρητικών του προσεγγίσεων:
1. Θεωρία της παγκόσμιας
κουλτούρας: εκφράζει μια ιδιαίτερη ερμηνεία της παγκοσμιοποίησης, που εστιάζει
στη διευρυμένη συνειδησιακή αντίληψη του κόσμου ως ολότητα (ενιαιότητα) και της
νοηματοδότησης της ζωής μέσα σ’ αυτόν από τις κοινωνίες (έθνη-κράτη), το
διεθνές σύστημα, τα άτομα και το ανθρώπινο είδος (Lechner 2011a:2-3).
2.
Θεωρία της παγκόσμιας
πολιτείας: με κινητήρια δύναμη την ανάπτυξη και θέσπιση μιας παγκόσμιας
κουλτούρας, υπό την έννοια ενός πλαισίου καθολικά και ορθολογικά αποδεκτών
στόχων (ανάπτυξη, πρόοδος) και αρχών (ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιοσύνη), η
παγκοσμιοποίηση ορίζεται ως δυνατότητα συλλογικής δημιουργίας αξίας από
διεθνείς κυβερνητικούς οργανισμούς, έθνη-κράτη, εθελοντικές ενώσεις (ή
κοινωνικά κινήματα) και επιστήμονες-επαγγελματίες (Lechner 2011b:1-3).
3.
Θεωρία του παγκόσμιου
συστήματος: ενέχει την οικονομική διάσταση της παγκοσμιοποίησης, ως διαδικασία
καθολικής εξάπλωσης του καπιταλισμού στην υφήλιο, διαμορφώνοντας ένα και μόνο
πεδίο εργασίας σε μια παγκόσμια αγορά αέναης κίνησης (επένδυση στην
παραγωγή-συσσώρευση κέρδους μέσω πώλησης) ιδιωτικών κεφαλαίων και απεριόριστων
δυνατοτήτων εμπορευματοποίησης, που όμως διατηρεί στους κόλπους του διαφορετικά
έθνη-κράτη, πολιτικά συστήματα και κουλτούρες (Lechner 2011c:1-2).
Σήμερα η
παγκοσμιοποίηση ως ανάδυση μιας παγκόσμιας οικονομίας (και της λειτουργίας της)
άσκησε καταλυτική επίδραση στον χαρακτήρα και στον ρόλο του κράτους (Συγγραφική
Ομάδα ΑΠΚΥ 2011:52). Υπό το βάρος της πίεσης των διεθνοποιημένων αγορών (Ritzer 2010:142), των ισχυρότατων πολυεθνικών
επιχειρηματικών ομίλων και του ειδικού βάρους των υπερεθνικών οργανισμών, τα έθνη-κράτη
οδεύουν σχεδόν αναπόφευκτα σε συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας και κρατικής
ανεξαρτησίας (Συγγραφική Ομάδα ΑΠΚΥ 2011:52). Τα θεμελιώδη εργαλεία της
κρατικής παρέμβασης, όπως η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική
απενεργοποιούνται, αποσταθεροποιώντας τις εθνικές οικονομίες (Βεργόπουλος
1999:22) και συνεπακόλουθα τις κοινωνίες. Ενώ το κράτος παραμένει το πλαίσιο
κάθε πολιτικής απόφασης, τοπικού ή εξωτερικού ενδιαφέροντος ελλείψει μιας
υπερεθνικής δύναμης που θα το υπερσκελίσει (Hobsbawn 2010:4), η αποδυνάμωσή του οδηγεί στην
αποσυναρμολόγηση της δημοκρατίας (Diez
2011:2).
Εξαίρεση και
ταυτόχρονα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Ελλάδας (και των
χωρών που ζήτησαν οικονομική στήριξη από την Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ.), όπου η τρόικα
(υπερεθνικός φορέας) επιβάλλει αποφάσεις και μέτρα εθνικού πολιτικού χαρακτήρα
(μείωση μισθών και συντάξεων, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, υποχώρηση του
κράτους πρόνοιας, κ.λπ.). Το μέγεθος της παρέμβασης γίνεται αντιληπτό από την
αποτροπή μιας εθνικής και καθόλα δημοκρατικής επιλογής (δημοψήφισμα) στις αρχές
Νοεμβρίου του 2011 από την Ε.Ε. (υπερεθνικός πολιτικοοικονομικός οργανισμός),
υπό τον φόβο αντίστασης των πολιτών σε μια προβληματική κατά τον Habermas (2011:1) θεραπεία. Η απώλεια κυριαρχίας και
συνταγματικών δικαιωμάτων των Ελλήνων, χωρίς τη δική τους συναίνεση, που
προκαλεί ο έλεγχος της τρόικας (Habermas
2011:1) επιβεβαιώνει το έλλειμμα δημοκρατίας και πολιτικής νομιμοποίησης, αφού
οι χώρες κυβερνώνται από τις αγορές και η Ε.Ε. ορίζει τις εθνικές κυβερνήσεις (Diez 2011:2) (π.χ. Ελλάδα, Ιταλία).
Πράγματι, η
εύθραυστη λειτουργική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κράτους και αγορών έχει
διαταραχθεί (Gilman et al. 2011:278) σε τέτοιον βαθμό, ώστε τα έθνη-κράτη
στο πεδίο μιας παγκόσμιας οικονομίας έχουν περιοριστεί σχεδόν σε ρόλο θεατή,
αφού αδυνατούν πλέον να την ελέγξουν (Ritzer
2011:109), αλλά συχνά ελέγχονται από αυτήν (Ritzer 2010:142), όπως διαπιστώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο
από τις αλυσιδωτές επιπτώσεις στην πολιτική των χωρών της Ε.Ε. (Ελλάδα,
Ιρλανδία, Πορτογαλία, κ.λπ.) από τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης. Η
υποχώρηση της πολιτικής έναντι των αγορών, ως έκφραση οικονομικού ορθολογισμού
κατά τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση (Calhoun et
al. 2005:500), υπαγορεύει την άσκησή της υπό την
αγορακεντρική αρχή (Coronil
2001:77) του οικονομικού δαρβινισμού, δηλαδή της επιβίωσης του ισχυρότερου σε
μια αέναη μάχη προάσπισης του ατομικού συμφέροντος, κυριαρχίας και εξάλειψης
του αντιπάλου (Gold & Naughton: 2010:23).
Υπό την πίεση της
χρηματοπιστωτικής κρίσης και τη φρενίτιδα των αγορών, η ουσία της δημοκρατίας
έχει αλλάξει, αφού η εξουσία από τα χέρια των λαών πέρασε στα χέρια υπερεθνικών
οργάνων, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Diez
2011:1), αδυνατώντας σε εθνική κλίμακα να αμυνθεί απέναντι στις επιταγές ενός
υπερεθνικού καπιταλισμού (Habermas
2011:1). Με έναυσμα την περίπτωση της Ελλάδας, ο Habermas (2011:1) εκφράζει τους φόβους του ότι θα
αποτελέσει προάγγελο μιας μετάβασης από την Ευρώπη των κυβερνήσεων σε μια
Ευρώπη της «διακυβέρνησης», ορίζοντάς την ως ευφημισμό μιας σκληρής μορφής
πολιτικού δεσποτισμού, που στηρίζεται στην αδύναμη νομιμοποίηση των διεθνών
συνθηκών και ενισχύεται από το χάσμα μεταξύ νομισματικής και πολιτικής
ενοποίησης της Ε.Ε., που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί. Η καταπολέμηση της
«πολιτικής ηττοπάθειας» και η υποστήριξη των εθνών-κρατών αντιπροτείνεται ως το
μόνο μέσο προάσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών (Diez 2011:2).
Συνοψίζοντας,
«παγκοσμιοποίηση είναι η πολύπλοκη, επιταχυνόμενη διαδικασία ενσωμάτωσης στην
παγκόσμια συνδεσιμότητα μέσα σε ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο και δυνητικά συμπαγές
δίκτυο διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων, που χαρακτηρίζουν την υλική,
κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ζωή στον σύγχρονο κόσμο» (Tomlinson 2007:352). Εκτός όμως από τις ισχυρές δυνάμεις που
υποστηρίζουν την παγκόσμια σύγκλιση, όπως σε κάθε χρονική στιγμή της
ανθρωπότητας, εκδηλώνεται και το αντίπαλο δέος (Frankel 2000:1-2), σήμερα με τη μορφή της
αντι-παγκοσμιοποίησης, παράλληλα με μετριοπαθέστερες τάσεις, όπως η εναλλακτική
παγκοσμιοποίηση, που θα ορισθούν στην ενότητα που ακολουθεί, θέτοντας το
πλαίσιο για τη σύνοψη της κριτικής που ασκείται στην παγκοσμιοποίηση.
2.α. ΟΡΙΣΜΟΙ ΑΝΤΙ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
& ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Ο όρος
«αντι-παγκοσμιοποίηση» συνήθως εκφράζει την πολιτική αντίθεση στη
νεοφιλελεύθερη οικονομική παγκοσμιοποίηση, ενώ σε μια πιο διευρυμένη
εννοιολογική εκδοχή κάθε είδους αντίσταση στην κοινωνιακή ενοποίηση. Ως κίνημα,
που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επικεντρώθηκε στη σφυρηλάτηση
υπερεθνικών πολιτικών συνδέσμων και στην ανάπτυξη ενός παγκόσμιας κλίμακας
δικτύου αντίθεσης σε συγκεκριμένες πολιτικές και δόγματα, που δημιουργούν νέες
μορφές διασυνδεσιμότητας. Υπό αυτό το πρίσμα η ορολογία μετεξελίχθηκε σε
«εναλλακτική παγκοσμιοποίηση», αμβλύνοντας τον απολύτως αντιπολιτευτικό χαρακτήρα
του αρχικού όρου και αντιπροτείνοντας μια πιο αποδεκτή μορφή της παγκόσμιας
κοινωνιακής διασύνδεσης (Jones
2006:29-30).
2.β ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ
ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Η επικριτική
στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση (που συχνά αποκαλείται «αντι-παγκοσμιακή»
κίνηση) υποστηρίζει πως μια παγκόσμια οικονομία της αγοράς, που στηρίζεται στην
έλλειψη κρατικής παρέμβασης (laissez-faire), παράγει μεγαλύτερη φτώχια, ανισότητα, σύγκρουση,
πολιτισμική αλλοτρίωση, οικολογική καταστροφή και έλλειμμα δημοκρατίας (Scholte 2005: 58). Πιο συγκεκριμένα, με το πρόσχημα της
παγκοσμιοποίησης το κεφάλαιο μεταναστεύει στη χρηματιστική σφαίρα και αποβαίνει
κατά συνέπεια όλο και περισσότερο παρασιτικό. Με την άρνησή του να
ακινητοποιηθεί σε επενδυτικές παραγωγικές μορφές, συρρικνώνονται τα παραγωγικά
συστήματα των αδύνατων οικονομιών, όπως επίσης και τα τραπεζικά χρηματοδοτικά
τους συστήματα. Πρόκειται για τη διόγκωση της χρηματιστικής σφαίρας εις βάρος
της παραγωγικής, αναστέλλοντας την εντατικοποίηση και διεθνοποίηση της
παραγωγής, αποδυναμώνοντας κατ’ ουσίαν την πραγματική οικονομία, με συνέπεια τα
συμπτώματα της κρίσης, της αποσύνθεσης και της ανεργίας. Στην πραγματικότητα με
την επίκληση της ελευθερίας των αγορών, τη φιλελευθεροποίηση και απορύθμιση, οι
κοινωνικά ισχυροί μεταθέτουν το κόστος της δικής τους σταθεροποίησης στους
κοινωνικά ανίσχυρους. Η αναφορά στην παγκοσμιοποίηση έχει τόσο εκλαϊκευτεί,
ώστε να ενοχοποιούνται στα μάτια της κοινής γνώμης όσοι εργαζόμενοι δεν
αποδέχονται τη χειροτέρευση της θέσης τους στην υποτιθέμενη προσπάθεια της
κοινωνίας να προσαρμοστεί και να σταθεροποιηθεί στο διεθνές περιβάλλον. Η
έννοια «αντιπολίτευση» δυσφημίζεται πλέον επ’ ωφελεία της «γενικής συναίνεσης».
Οι «διαρθρωτικές» μεταρρυθμίσεις και η διαφάνεια, που απαιτούνται, δεν έχουν
πραγματοποιηθεί στο μέγιστο μέρος του κόσμου και ούτε είναι δυνατόν να
πραγματοποιηθούν (όπως διαφαίνεται στην πράξη) με διάταγμα στις χώρες. Όσο οι
εθνικές οικονομίες επιλέγουν την οδό της προσαρμογής μέσω συρρίκνωσης των
εισοδημάτων και της εσωτερικής ζήτησης, τόσο η διεθνής οικονομία συρρικνώνεται
ανάλογα (Βεργόπουλος 1999:22-23,25,31,23,17,27). Έμπρακτη απόδειξη παραμένει το
ελληνικό παράδειγμα, όπου τα μέτρα που πραγμάτωσαν τις παραπάνω πρακτικές όχι
μόνο δεν απέφεραν ανάκαμψη και βελτίωση των δημοσιονομικών, αλλά προκάλεσαν
αλυσιδωτές αντιδράσεις στους κόλπους της Ε.Ε., η οποία βιώνει σε μεγέθυνση μία
κρίση, που ξεκίνησε από ένα μειωμένης οικονομικής ισχύος μέλος της.
Παράλληλα η
παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε πρωτοφανή ιστορικά μαζική εκμετάλλευση πληθυσμών
«αναπτυσσόμενων» χωρών ως φθηνού εργατικού δυναμικού, που λειτουργεί ως
πρόσχημα για τη μείωση των μισθών και την υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των
κατοίκων των ανεπτυγμένων χωρών, αξιοποίηση μέχρις εξάντλησης των φυσικών πόρων
του πλανήτη και πρόκληση περιβαλλοντικής κρίσης. Τέλος οι επικριτές της
παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν πως η «παγκόσμια διακυβέρνηση» αποτελεί μια
κεκαλυμμένη προσπάθεια επιβολής των θεωρητικών υποδειγμάτων, των μεθόδων και
των πρακτικών της «Δύσης» σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο και κατά συνέπεια μια
συνέχιση της αποικιοκρατίας με άλλα μέσα (Συγγραφική ομάδα ΑΠΚΥ:54-55).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Βάσει των
δεδομένων που προαναφέρθηκαν διαφαίνεται ότι οι τελευταίες δεκαετίες
παγκοσμιοποιημένων πολιτικών οδηγούν σε αδιέξοδο (Βεργόπουλος 1999:26-27).
Ανατρέχοντας στην ανθρώπινη ιστορία εντοπίζονται πολλαπλές απόπειρες παγκόσμιας
σύγκλισης και συνεργασίας (σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα), που όμως σε μία
αποστασιοποιημένη αποτίμηση αποδεικνύονται ανεπαρκείς ως προς το θεμελιώδες
ζητούμενο της ανθρωπότητας, που ακόμη παραμένει ανεκπλήρωτο: τη δημιουργία
συνθηκών αρμονικής συμβίωσης, και κατ’ επέκταση συλλογικής ευημερίας. Η
παγκοσμιοποίηση του 21ου αιώνα διαθέτει, τουλάχιστον θεωρητικά, όλα
τα μέσα (τεχνολογικά, γνωσιακά, οικονομικά) να ανταποκριθεί σε μια τέτοια
πρόκληση, ωστόσο η χρήση τους παραμένει ανώριμη, μυωπική, συχνά
αυτοκαταστροφική, αναπαράγοντας με διαφορετικό επίχρισμα έναν φαύλο κύκλο
συγκρούσεων και αποκλεισμών. Εάν δεν υπάρξει μια στροφή από μια μηχανιστική σε
μια ανθρωποκεντρική δράση πολύ πιθανόν να παραμείνει ανέφικτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Diez, G. (28 Νοεμβρίου 2011), Habermas: ο τελευταίος Ευρωπαίος (αναδημοσίευση σχολιασμού
συνέντευξης του J. Habermas στην εφημερίδα Spiegel).
Εφημερίδα Antinews.
Habermas, J. (21 Νοεμβρίου 2011), Διακυβέρνηση: Ένας ευφημισμός
για τον σκληρό πολιτικό δεσποτισμό (αναδημοσίευση συνέντευξης στην
εφημερίδα Le monde). Εφημερίδα Εποχή.
Hobsbawn,
E. (2010), World Distempers (αποσπάσματα συνέντευξης στο New Left Review 61, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010).
Συγγραφική
ομάδα ΑΠΚΥ (2011), Πολιτική Επιστήμη
και Διεθνής πολιτική, επικοινωνία και δημοσιογραφία στην εποχή της
παγκοσμιοποίησης. Λευκωσία: Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (Μεταπτυχιακό Τμήμα
Δημοσιογραφίας – Επικοινωνίας).
Βεργόπουλος Κ.
(1999), Παγκοσμιοποίηση: Η μεγάλη χίμαιρα. Αθήνα: Νέα Σύνορα – Α.Α.
Λιβάνη.
Calhoun, C. – Rojek, C. –
Turner, B. (2005), The Sage Handbook of Sociology. London: Sage
Publication Ltd.
Coronil, F. (2001),
Toward a Critique of Globalcentrism:
Speculations on Capitalism nature in Millennium Capitalism and the
Culture of Neoliberalism. Durham: Duke University Press.
Frankel, J. (2000), Globalization:
Why and How It Should Continue. Cambridge: Harvard University Website.
Gilman,
N. – Weber, S. – Goldhammer, J. (2011), Deviant Globalization. New York: The Continuum International
Publishing Group.
Gold, F. & Naughton
M. (2010), New Financial Horizons:
The Emergence of an Economy of Communion. New York: New City Press.
Jones, A. (2006), Dictionary of Globalization.
Cambridge: Polity Press.
Lechner, F. (2011) (a), The Globalization Theories: World Culture
Theory. Atlanta: The Globalization Website (Emory University).
Lechner, F. (2011) (b), The Globalization Theories: World Polity
Theory. Atlanta: The Globalization Website (Emory University).
Lechner, F. (2011) (c), The Globalization Theories: World-System
Theory. Atlanta: The Globalization Website (Emory University).
Ritzer, G. (2010), Globalization:
A Basic Text, 1st ed.
Oxford: Blackwell Publishing.
Ritzer, G. (2011), Globalization:
The Essentials, 1st ed.
West Sussex: John Wiley & Sons Ltd.
Scholte, J.A.
(2005), Globalization: A Critical
Introduction, 2nd ed.
New York: Palgrave MacMillan.
Tomlinson, J. (2007),
Cultural Globalization in The Blackwell Companion to Globalization, 1st ed. Oxford: Blackwell
Publishing.
Wunderlich, J. &
Warrier M. (2010), A Dictionary of
Globalization, 2nd
reprint. London: Ashgate Publishing Limited.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να μην περιέχουν υβριστικούς. προσβλητικούς ή/και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, διαφορετικά θα διαγράφονται