του Ιάκωβου Τσαγκάρη
Δημοσιογραφία θεωρείται «η συστηματική και
δομημένη αναζήτηση της πληροφορίας, ως κατανόηση, ανάλυση και ένταξή της σε
συνολική ανάγνωση των πραγμάτων με κατάθεση/παράθεση και επεξήγηση προς ένα
ευρύτερο κοινό»[1]. Σύμφωνα με τους Κόβατς
και Ρόζενστιλ, στόχος της δημοσιογραφίας είναι να «προσφέρει στους πολίτες την
πληροφόρηση για να είναι ελεύθεροι και αυτοδιοικούμενοι»[2]. Ομοίως,
ο Τζακ Φούλερ, πρόεδρος της Tribune Publishing Company, υποστηρίζει πως σκοπός της δημοσιογραφίας είναι
«να λέει την αλήθεια, έτσι ώστε οι λαοί να έχουν την πληροφόρηση που
χρειάζονται για να είναι ανεξάρτητοι»[3].
Πόσο, όμως, η αλήθεια και η αντικειμενικότητα στη
δημοσιογραφία είναι εφικτές; Σε ποιο βαθμό ο δημοσιογράφος μπορεί ανεπηρέαστα
να παρέχει αληθή και ολοκληρωμένη εικόνα των πραγματικών γεγονότων στις
κοινωνίες για να τις βοηθά να διαμορφώνουν άποψη για τα τεκταινόμενα και να
αυτοδιοικούνται; Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθούν να δώσουν με παρεμβάσεις
τους στην ιστοσελίδα Open Democracy[4] οι Ντέιβιντ Λόιντ (ανταποκριτής του BBC), Ντες Φρίτμαν (καθηγητής ΜΜΕ και
Επικοινωνίας στο Goldsmiths College, London),
Τζέικ Λιντς (δημοσιογράφος, μέλος της οργάνωσης Reporting the World) και Τζούλιαν Μπαγκίνι
(συντάκτης του περιοδικού «The Philosopher»).
Ο Λόιντ υποστηρίζει ότι οι καθοδηγητικές αρχές για
έναν καλό δημοσιογράφο πρέπει να είναι η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα και η
τήρηση των ισορροπιών[5].
Θεωρεί πως ό,τι συμβαίνει αποτελεί είδηση και πρέπει να αναφέρεται με
«σκεπτικισμό και φαντασία». Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι απλοί παρατηρητές
στα γεγονότα και να αναζητούν και να βρίσκουν τι συμβαίνει, «σηκώνοντας πέτρες»
για να δουν τι κρύβεται από κάτω τους στο σκοτάδι. Θεωρεί πως δεν μπορεί να
υπάρξει μία απόλυτη αλήθεια, όπως δεν υπάρχει και απόλυτη αντικειμενικότητα,
όμως αν σταματήσουμε να αναζητούμε την αλήθεια, «θα χαθούμε στον ηθικό
ρελατιβισμό, που απειλεί τη δουλειά της δημοσιογραφίας». Υποστηρίζει πως το
κοινό πρέπει να ξέρει πως αυτό που βλέπει ή ακούει είναι μια ειλικρινής
προσπάθεια για αντικειμενικότητα και πως οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν όλα τα
γεγονότα με «ενημερωμένο σκεπτικισμό».
Ο Φρίτμαν υποστηρίζει ότι η έκκληση για
αμεροληψία, αντικειμενικότητα και τήρηση των ισορροπιών στη δημοσιογραφία θα
ήταν καλοδεχούμενη αν υπήρχε περίπτωση να μεταδίδονται ειδήσεις πέραν των
επίσημων πηγών[6]. Πιστεύει ότι μια ατομική
προσήλωση σε καταγραφή και εξήγηση σημαντικών γεγονότων δεν μπορεί να
αντισταθμίσει μια σειρά δομικών παραγόντων – όπως η εταιρική ιδιοκτησία των ΜΜΕ
και ο ανταγωνισμός - οι οποίοι εμποδίζουν τον έντιμο στόχο του δημοσιογράφου να
«λέει την αλήθεια». Θεωρεί ότι η στενή εξάρτηση από τις επίσημες πηγές πλήττει
την ικανότητα των πολεμικών ανταποκριτών να εκφράζονται ανεξάρτητα και ότι η
αντικειμενικότητα των ΜΜΕ μεταχειρίζεται προνομιακά την επίσημη άποψη.
Ο Λιντς υποστηρίζει ότι υπάρχουν «πολλές αλήθειες
και πέτρες» να σηκώσει ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έχει να επιλέξει ποιαν απ’
αυτές θα σηκώσει και ποιαν θα αφήσει άθικτη[7]. Θεωρεί
ότι η διάκριση ανάμεσα στην «προπαγάνδα» και στην «αλήθεια» δεν είναι τόσο
εύκολη, αφού «τα ψέματα είναι ένα πολύ μικρό μέρος του οπλοστασίου των
συμβούλων». Πιστεύει ότι αμερόληπτη κάλυψη σημαντικών γεγονότων σημαίνει
πολυφωνία και δυνατότητα σε όλες τις απόψεις να ακουστούν αναλογικά και ότι οι
«δημοσιογραφικές συμβάσεις» παρεμποδίζουν την παροχή πληροφοριών στο κοινό για διαμόρφωση
δικής του άποψης. Υποστηρίζει ότι οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να είναι απλοί
παρατηρητές στα γεγονότα και ότι πρέπει να είναι αμερόληπτοι και να κρατούν τις
ισορροπίες.
Ο Μπαγκίνι συμφωνεί ότι η αλήθεια και η
αντικειμενικότητα είναι λογικές και σωστές ιδέες για το δημοσιογράφο[8].
Παρατηρεί, ωστόσο, ότι ο Λόιντ προχωρεί σε έναν ντε φάκτο σχετικισμό όταν λέει
πως δεν υπάρχει μια απόλυτη και αντικειμενική αλήθεια, ενώ ταυτόχρονα
υποστηρίζει πως πρέπει να συνεχίσουμε να αναζητούμε την αλήθεια και αναφέρεται
σε ύπαρξη αντικειμενικότητας των δημοσιογράφων «με τους δικούς τους όρους». Θεωρεί
ότι η αντικειμενικότητα αφορά τη μείωση του βαθμού της υποκειμενικότητας και ότι
η ιδέα μεγιστοποίησης της αντικειμενικότητας είναι εφικτός στόχος και αξίζει να
προσπαθεί να τον πετύχει κανείς. Οι δημοσιογράφοι, υποστηρίζει, δεν πρέπει μόνο
να λένε την αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα να είναι σε εγρήγορση για να μην
εξαπατώνται και να διαβλέπουν μέσω των φαινομένων την πραγματική δομή τους και
τα κίνητρα που βρίσκονται πίσω τους.
Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Μπολτζ, στον κόσμο υπάρχει
πληθώρα πληροφοριών και γεγονότων και χρειαζόμαστε σχεδιαστές της γνώσης,
δημοσιογράφους, για να δομούν, να φιλτράρουν και να κάνουν «έξυπνες» αυτές τις
πληροφορίες[9]. Αυτή η αναφορά φαίνεται
να ενισχύει την άποψη ότι η κοινή γνώμη καθοδηγείται από τα ΜΜΕ και τις
κυβερνήσεις και να ενισχύει την θέση του Ουόλτερ Λίπμαν ότι οι άνθρωποι
γνωρίζουν τον κόσμο μόνο έμμεσα μέσω παραμορφωμένων, ατελών και αλλοιωμένων από
τις αδυναμίες του Τύπου εικόνων[10].
Η έννοια του «φιλτραρίσματος» και της «έξυπνης πληροφορίας» μάλλον δικαιώνει
τον Λιντς που υποστηρίζει ότι ο Λόιντ παραβλέπει κρίσιμα θέματα όπως το πώς
αποφασίζουμε ποιαν από τις πολλές εξελίξεις θεωρούμε άξια αναφοράς και το ότι
οι δημοσιογράφοι συναγωνίζονται να αποκαλύψουν μερικές αλήθειες αφήνοντας άλλες
τελείως άθικτες. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπολτζ, οι δημοσιογράφοι
ανήκουν σε μια ομάδα ανθρώπων που «εμπορεύονται το νόημα και πουλούν
προσανατολισμό» στις κοινωνίες[11].
Εξάλλου και ο ίδιος ο Λόιντ επισημαίνει το
φαινόμενο της κατασκευής ειδήσεων από μεγάλες εταιρείες δημοσίων σχέσεων και
φέρνει ως παράδειγμα την υποτιθέμενη σφαγή παιδιών στο Κουβέιτ από Ιρακινούς,
που ποτέ δεν έγινε, αλλά κατασκευάστηκε για τους σκοπούς μιας διάσκεψης Τύπου.
Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε και η εικόνα του «γλάρου του Κόλπου», ο
οποίος τον Ιανουάριο 1991 έπεσε θύμα της πετρελαιοκηλίδας την οποία, δήθεν,
προκάλεσε εσκεμμένα ο Σάνταμ Χουσεΐν. Όπως αποδείχθηκε τελικά, επρόκειτο για
έναν κορμοράνο στη Βρετάνη και μια προσπάθεια πώλησης του «προϊόντος των
καναλιών» και αύξησης της τηλεθέασης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κέρδος[12].
Πάντως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η
αμεροληψία ενός δημοσιογράφου και η όσο το δυνατό πιο πολύπλευρη παρουσίαση της
είδησης/πληροφορίας με αντιπαράθεση των διαφόρων γνωμών συμβάλλει στην αύξηση
της αντικειμενικότητας και στην προσέγγιση της αλήθειας. Σύμφωνα, όμως, με τον
Niklas Luhman, οι συγκρούσεις γνωμών που εκφέρονται στα ΜΜΕ λειτουργούν
πολλαπλά με διάφορες αιτιακές κατηγορήσεις - δηλαδή συμπαρουσιάσεις αιτιών
και/ή επιδράσεων των φαινομένων που ερευνώνται κάθε φορά - και «δίνουν στον
εαυτό τους την επίφαση μιας συμπαγούς αναφοράς στα γεγονότα»[13].
Εδώ υπογραμμίζεται η λέξη «επίφαση», που σημαίνει «εξωτερική όψη»[14]. Απ’
αυτήν θα μπορούσε κάλλιστα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η «συμπαγής αναφορά στα
γεγονότα» είναι μάλλον επιφανειακή και ότι η αντιπαράθεση διάφορων γνωμών δεν
συμβάλλει κατ’ ανάγκην στην αύξηση της αντικειμενικότητας και στην προσέγγιση
της αλήθειας.
Η περιγραφή του Luhman[15] για
το πώς τα ΜΜΕ κατασκευάζουν και αναπαράγουν την πραγματικότητα φαίνεται να
δικαιώνει την άποψη Λιντς ότι η μεροληψία υπέρ του γεγονότος και εναντίον της
διαδικασίας «είναι μια σύμβαση της αντικειμενικότητας» που μπορεί να οδηγήσει
σε παραποίηση. Σωστά επισημαίνει ο Λιντς πως η παρουσίαση μιας ισραηλινής
επιδρομής σε μια παλαιστινιακή πόλη ως μέρος μιας αλυσίδας γεγονότων, δηλαδή ως
αποτέλεσμα μιας βομβιστικής επίθεσης
αυτοκτονίας λόγου χάριν, είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τα πράγματα η ισραηλινή
κυβέρνηση, παραγνωρίζοντας το γεγονός της ισραηλινής κατοχής παλαιστινιακών
εδαφών και το πώς το Ισραήλ είναι σε θέση να διενεργεί επιδρομές σε εδάφη ενός
άλλου λαού.
Λέγεται ότι στη ρίζα της αναζήτησης της αλήθειας
βρίσκεται ο ορθός λόγος, ο οποίος όμως φέρει μέσα του το σπέρμα της
αμφισβήτησης[16]. Αρκετά παραδείγματα
φαίνεται να δικαιώνουν τη θέση Φρίτμαν που θεωρεί ότι η αντικειμενικότητα των
ΜΜΕ μεταχειρίζεται προνομιακά την επίσημη άποψη και δηλώνει ότι η ελπίδα του
για ενημερωτική δημοσιογραφία εναποτίθεται όχι στον ηρωισμό μεμονωμένων
δημοσιογράφων αλλά στην επίδραση της κινητοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων που
είναι αποφασισμένοι να αμφισβητήσουν τις ιστορίες που τους λέγονται από τις
κυβερνήσεις μέσω των ΜΜΕ. Χαρακτηριστικό πρέπει να θεωρείται το παράδειγμα της
Πολωνίας, που αναφέρουν στο βιβλίο τους οι Κόβατς και Ρόζενστιλ[17],
όπου η αντίδραση στις ελεγχόμενες από το κράτος ειδήσεις θεωρείται ανάμεσα
στους παράγοντες που συνέτειναν στην ανατροπή του καθεστώτος.
Όπως υποστηρίζεται στο ίδιο βιβλίο, μόνο ένας
Τύπος απαλλαγμένος από κυβερνητικούς ελέγχους θα μπορούσε να λέει την αλήθεια[18]. Όμως,
«η συνένωση ειδησεογραφικών επιχειρήσεων απειλεί την επιβίωση του Τύπου ως
ανεξάρτητου θεσμού, καθώς η δημοσιογραφία μεταβάλλεται σε συμπληρωματική
λειτουργία στο εσωτερικό μεγάλων εταιρειών, οι οποίες βασικά υπηρετούν, άλλους
επιχειρηματικούς σκοπούς»[19].
Η αναφορά αυτή έρχεται να ενισχύσει την άποψη Φρίτμαν ότι «μια ατομική
προσήλωση σε καταγραφή και εξήγηση σημαντικών γεγονότων δεν μπορεί να
αντισταθμίσει μια σειρά δομικών παραγόντων σε σχέση με την εταιρική ιδιοκτησία
των ΜΜΕ», οι οποίοι εντέλει περιορίζουν την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα
και τη δυνατότητα του δημοσιογράφου να κρατά τις ισορροπίες. Δεν μπορεί παρά να
συμφωνήσει κανείς με την επισήμανση ότι στις αρχές του 21ου αιώνα, ο
Τύπος ίσως να αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη απειλή του ως τώρα, αφού για πρώτη
φορά βλέπουμε την άνοδο μιας δημοσιογραφίας βασισμένης στην αγορά, μιας
δημοσιογραφίας που όλο και περισσότερο διαχωρίζεται από την ιδέα της κοινωνικής ευθύνης[20].
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο δημοσιογράφος
καλείται να λειτουργεί με αμεροληψία και να αναζητεί την αλήθεια. Όπως λέει η τηλεπαρουσιάστρια
Σύνθια Μακφάντεν, δουλειά του δημοσιογράφου είναι να ξεχωρίζει την καλή από την
κακή πληροφορία και να την παρουσιάζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει άποψη,
αλλά ότι προσπαθεί να είναι «δίκαιος» και να χρησιμοποιεί κριτική σκέψη κατά
την παρουσίαση των πληροφοριών που συνέλεξε[21].
Λέξη κλειδί λοιπόν θεωρείται η «δικαιοσύνη», η όσο το δυνατόν περισσότερη
αμεροληψία κατά την παρουσίαση των γεγονότων από το δημοσιογράφο, που κατά την
άσκηση του επαγγέλματός του καλείται να αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες που
προαναφέρθηκαν, αλλά σε τελική ανάλυση έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με την
ίδια τη συνείδησή του ως επαγγελματίας και άνθρωπος.
[1] Εγχειρίδιο, Θ.Ε ΕΔΜ 50, Επιστήμες του Ανθρώπου και Επικοινωνία
Δημοσιογραφία, Κεφάλαιο 0. Εισαγωγή στους ορισμούς της επικοινωνίας και της
δημοσιογραφίας, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2011, Υποκεφάλαιο 02,
σελ. 3.
[2]Μπιλ Κόβατς και Τομ Ρόζενστιλ, Εισαγωγή στη
Δημοσιογραφία, Μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, Αθήνα2004, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.
22
[3] Κόβατς και Ρόζενστιλ, ό.π, σελ. 25
[5] David Loyn, Witnessing the Truth, Open Democracy, 20 February 2003,
http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/993.pdf
[6] Des Freedman, Witnessing Whose Truth?, Open Democracy, 26 February
2003, http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/1037.pdf
[7] Jake Lynch, Journalists need to think: a reply to David Loyn, Open
Democracy, 12 March 2003, http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/1007.pdf
[8] Julian Baggini, The Philosophy of Journalism, Open Democracy, 15
May 2003, http://www.opendemocracy.net/content/articles/PDF/1228.pdf
[9] Norbert Bolz, Το αλφαβητάρι των μέσων,
Μετ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα, Σμίλη, 2008, σ. 28-31
[10] Μπιλ Κόβατς και Τομ Ρόζενστιλ, Εισαγωγή στη Δημοσιογραφία, Μετ. Ερρίκος
Μπαρτζινόπουλος, Αθήνα2004, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 33
[11] Norbert Bolz, ό.π
[12] Έλενα Αρώνη, Ρεπορτάζ: Σκηνοθεσία και ψευδής πληροφόρηση στη διεθνή
ειδησεογραφία - Περιστατικά που άφησαν εποχή, ιστοσελίδα All4fun, 01.11.2011, http://all4fun.gr/various/articles/734-2009-05-01-22-20-48.html
[13] Niklas Luhman, Η Πραγματικότητα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας,
Μετ. Πέρσα Ζέρη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σελ 148-149
[14] Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία, Αθήνα, Δέκατη Έκτη
Έκδοση, σελ. 272
[15] Luhman, ό.π., σελ 147-161
[16] Εγχειρίδιο, Θ.Ε ΕΔΜ 50, Επιστήμες του Ανθρώπου και Επικοινωνία
Δημοσιογραφία, Κεφάλαιο 1. Φιλοσοφία και Επικοινωνία Δημοσιογραφία, Ανοικτό
Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2011, Υποκεφάλαιο 1.3.1.
[17] Κόβατς και Ρόζενστιλ, .ο.π, σελ 19-20
[18] Κόβατς και Ρόζενστιλ, ό.π, σελ. 42
[19] Κόβατς και Ρόζενστιλ, ό.π.
[20] Κόβατς και Ρόζενστιλ, ό.π., σελ 38
[21] Cynthia McFadden, ιστοσελίδα Big Think,
03.11.2011, http://bigthink.com/ideas/2337,
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να μην περιέχουν υβριστικούς. προσβλητικούς ή/και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, διαφορετικά θα διαγράφονται